-
1 ἀπ-εσθίω
ἀπ-εσθίω (s. ἐσϑίω), abessen, fut. ἀπέδεσϑαι Ar. Av. 26; τὴν ῥῖνα ἀνϑρώπου Dem. 25, 61; μοῦ τὴν ἀκοήν Hermipp. bei Ath. XIV, 649 b, der es auch für μὴ ἐσϑίειν aus Theopomp. com. anführt.
См. также в других словарях:
μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… … Dictionary of Greek
ρίνη — η / ῥίνη, ΝΜΑ, και ρίνα Ν, και ῥῑνα Α 1. λειαντικό όργανο, λίμα 2. ζωολ. βλ. ρίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αρχική σημ. τής λ. ῥίνη πρέπει να θεωρηθεί η σημ. «λίμα, λειαντικό όργανο», από την οποία προήλθε και η σημ. «είδος ψαριού», λόγω τής… … Dictionary of Greek